- τενεκεδένιος
- teneke (...), tenekeden yapılmış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τενεκεδένιος, -ια, -ιο — και ντενεκεδένιος, ια, ιο αυτός που είναι κατασκευασμένος από τενεκέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τενεκεδένιος — και ντενεκεδένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ τού πληθ. τενεκέδες + κατάλ. ένιος (πρβλ. μολυβ ένιος)] … Dictionary of Greek
λευκοσιδηρούς — ά, ούν ο κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, τενεκεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek